φιλοκοιρανίη

φιλοκοιρανίη
ἡ, Α
αγάπη για την εξουσία, για την κατάληψη υψηλών αξιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κοιρανίη «εξουσία, κυριαρχία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”